- ἔφευξας
- φεύζωcryaor ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φεύζω — Α (ποιητ. τ.) φωνάζω φευ, κράζω, οιμώζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφών. φεῦ (πρβλ. οἴ ζω: οἴ, ὤ ζω: ὤ). Το ρ. απαντά μόνο στον αόρ. ἔφευξας] … Dictionary of Greek